Όλο και περισσότεροι «κρίκοι» χάνονται από την αλυσίδα του πλανητικού οικοσυστήματος. Μέσα σε μια γενιά, η ανθρωπότητα κατόρθωσε να αφανίσει το 60% των θηλαστικών, πτηνών, ψαριών και ερπετών, με την αλόγιστη κατανάλωση τροφίμων και φυσικών πόρων. Και το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την άγρια ζωή αλλά τον ίδιο τον πολιτισμό, προειδοποιεί η WWF στη σχετική έρευνά της.
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 59 επιστημόνων απ’ όλο τον κόσμο καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο αθέατος αφανισμός της άγριας ζωής εντάθηκε δραματικά τα τελευταία 50 χρόνια. “Υπνοβατούμε προς το χείλος του γκρεμού” σημειώνει χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος της WWF Μάικ Μπάρετ. “Αν υπήρχε μείωση 60% στον ανθρώπινο πληθυσμό, αυτό θα ισοδυναμούσε με την εκκένωση της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής, της Ευρώπης, της Κίνας και της Ωκεανίας. Αυτή είναι η κλίμακα του φαινομένου” τονίζει.
Δεν πρόκειται επομένως μόνο για την απώλεια μερικών θαυμάτων της φύσης αλλά για την επιβίωση του ίδιου του ανθρώπινου είδους, προειδοποιεί η ερευνητική ομάδα. “Ο χρόνος μας λιγοστεύει” σημειώνει ο καθηγητής Γιόχαμ Ρόκστρεμ από το Ινστιτούτο Έρευνας για την Κλιματική Αλλαγή στο Πότσνταμ της Γερμανίας. “Μόνο αν επιλύσουμε παράλληλα τα προβλήματα των οικοσυστημάτων και του κλίματος έχουμε την ελπίδα να εγγυηθούμε έναν σταθερό πλανήτη για το μέλλον της ανθρωπότητας στη Γη” προσθέτει.
Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο πλανήτης μας έχει μπει σε μια νέα εποχή μαζικού αφανισμού ειδών, του έκτου κατά σειρά, με τον πρώτο να συνδέεται με την εμφάνιση του Homo sapiens στη Γη. Άλλες μελέτες των τελευταίων ετών έχουν δείξει ότι η ανθρωπότητα έχει καταστρέψει από την αυγή του πολιτισμού το 83% των θηλαστικών και τα μισά περίπου φυτά και ότι ακόμη και αν ο αφανισμός αυτός σταματούσε με κάποιον τρόπο σήμερα, θα απαιτούνταν 5 με 7 δισεκατομμύρια χρόνια για να αποκατασταθούν οι ζημιές στο πλανητικό οικοσύστημα.
Η τελευταία μελέτη της WWF και της Ζωολογικής Εταιρίας του Λονδίνου εξετάζει τους πληθυσμούς περισσότερων από 4.000 ειδών άγριας ζωής. Και καταλήγει στο ιδιαίτερα ανησυχητικό συμπέρασμα ότι, από το 1970 ως το 2014, οι πληθυσμοί αυτοί μειώθηκαν κατά 60%. Πριν από μόλις τέσσερα χρόνια, η υποχώρηση έφτανε στο 52%.
Η «συγκλονιστική αλήθεια» είναι ότι ο αφανισμός συνεχίζεται ανεμπόδιστος, συμπεραίνουν οι ερευνητές. Η βασικότερη αιτία είναι η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος της άγριας ζωής προκειμένου να δημιουργηθούν εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης: Οι άνθρωποι καταλαμβάνουν πλέον τα τρία τέταρτα της έκτασης του πλανήτη.
Ακόμη ένας καθοριστικός παράγοντας είναι το κυνήγι και η αλιεία. Περισσότερο από 300 θηλαστικά εξοντώνονται για να καταλήξουν σε κάποιο πιάτο, ενώ το ψάρεμα βιομηχανικής κλίμακας έχει αντίστοιχο αντίκτυπο στους ωκεανούς. Τρίτος παράγοντας είναι η χημική ρύπανση. Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι οι μισές φάλαινες όρκα θα χαθούν τα επόμενα χρόνια εξαιτίας της μόλυνσης των θαλασσών από πλαστικά.
Όπως θα περίμενε κανείς, οι περιοχές που επηρεάζονται περισσότερο από το φαινόμενο είναι εκείνες όπου διατηρούνται ακόμη σημαντικοί οικότοποι άγριας ζωής: Στη Νότια και Κεντρική Αμερική, οι πληθυσμοί των δασών μειώθηκαν κατά 89% εξαιτίας της αποψίλωσης με στόχο να δημιουργηθούν καλλιέργειες, υπογραμμίζει η έρευνα.
Όλα αυτά συνδέονται άμεσα με τις πλούσιες χώρες αφού πολλά δάση του αναπτυγμένου κόσμου αποψιλώνονται για να καλλιεργηθεί σόγια που θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως ζωοτροφή από τους κτηνοτρόφους του βιομηχανικού Βορρά.
Τα δάση δεν είναι τα μοναδικά που χάνονται. Η έρευνα υπογραμμίζει ότι οι περισσότερες απώλειες σε πληθυσμούς άγριας ζωής έχουν καταγραφεί στα ποτάμια και τις λίμνες, όπου η σχετική μείωση αγγίζει το 83%.
Η μελέτη σημειώνει ότι τα διάφορα προγράμματα προστασίας άγριας ζωής αποδίδουν, όπως αποδεικνύουν εκείνα για τις τίγρεις στην Ινδία και τα πάντα στην Κίνα. Ο Μάρκο Λαμπερτίνι, γενικός διευθυντής της WWF International, υπογραμμίζει παρ’ όλα αυτά ότι το βασικό πρόβλημα είναι η κατανάλωση: “Δεν μπορούμε άλλο να αγνοούμε τον αντίκτυπο των σημερινών μη βιώσιμων παραγωγικών μοντέλων και σπάταλων τρόπων ζωής” τονίζει.
Το συγκεκριμένο ζήτημα θα απασχολήσει τη διεθνή διάσκεψη για τη βιοποικιλότητα που ο ΟΗΕ προγραμματίζει για το 2020. “Έχουμε ανάγκη από μια νέα παγκόσμια συνθήκη για τη φύση και τους ανθρώπους και διαθέτουμε μόλις δύο χρόνια για να την πετύχουμε” υποστηρίζει ο Μπάρετ. Για την Τάνια Στιλ, μια από τις επιστήμονες που υπογράφουν την έρευνα της WWF, τα χρονικά περιθώρια είναι ακόμη πιο ασφυκτικά. “Είμαστε η πρώτη γενιά που γνωρίζουμε ότι καταστρέφουμε τον πλανήτη μας και η τελευταία που μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό” σημειώνει.
Τρίκκας Μιχάλης, ΑΥΓΗ